- ισχνοεπής
- ἰσχνοεπής, -ές (Μ)αυτός που συζητά λεπτομερώς, αυτός που λεπτολογεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -επής (< ἔπος), πρβλ. αισχρο-επής, αμετρο-επής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
ισχνοεπώ — ἰσχνοεπῶ, έω (Α) [ισχνοεπής] συζητώ λεπτομερώς κάτι, λεπτολογώ σοφιστικά … Dictionary of Greek
ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… … Dictionary of Greek